Η Σατραπεία
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κ? επιτυχία να σε αρνείται· να σ? εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες. Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις, (η μέρα που αφέθηκες κ? ενδίδεις), και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα, και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του, και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. Και συ τα δέχεσαι με απελπισία αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι? άλλα κλαίει· τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ? ανεκτίμητα Εύγε· την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους. Aυτά πού θα σ? τα δώσει ο Aρταξέρξης, αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία· και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Μονοτονία
Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι ? η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα. Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει· είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Φιλέλλην
Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει. Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής. Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό· εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν. Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά· όχ? υπερβολική, όχι πομπώδης? μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη ? αλλ? όμως βέβαια τιμητική. Κάτι πολύ εκλεκτό απ? το άλλο μέρος· κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος. Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις (Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί) μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ, να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην. Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες, τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά πίσω απ? τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα». Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ? εμείς. Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε μας έρχοντ? από την Συρία σοφισταί, και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι. Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Τρώες
Είν? η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων· είν? η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ? επάνω μας· κι αρχίζουμε νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά. Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.?
Είν? η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη θ? αλλάξουμε της τύχης την καταφορά, κ? έξω στεκόμεθα ν? αγωνισθούμε.
Aλλ? όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται· ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει· κι ολόγυρα απ? τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος. Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ? αισθήματα. Πικρά για μας ο Πρίαμος κ? η Εκάβη κλαίνε.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Τείχη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ? υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ? έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Τα παράθυρα
Σ? αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ για νάβρω τα παράθυρα.? Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.? Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Μανουήλ Κομνηνός
Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι (οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη. Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται, κι απ? τα κελλιά των μοναχών προστάζει ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν, και τα φορεί, κ? ευφραίνεται που δείχνει όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
Κεριά
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ? εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα ? χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ? αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|